The truth in the lie.

Trolling the truth

Το Δωρο

Το Δωρο

Ο μουντός ουρανός σκέπαζε τις σκέψεις των επιβατών του τρένου. Αυτή ήταν όμως απορροφημένη στις δικές τις έγνοιες. Ήταν τέλη Νοέμβρη και το κρύο ήδη αφόρητο. Πόσο μάλλον γι’ αυτήν που το ένιωθε και μέσα στην ψυχή της. Και προσπαθούσε μάταια να παρηγορήσει τον εαυτό της επαναλαμβάνοντας σαν «Πάτερ Ημών» μια φράση που φάνταζε γελοία μπροστά στην αμαρτία που είχε διαπράξει. «Στον έρωτα και στον πόλεμο όλα επιτρέπονται». Υπήρχαν στιγμές που ένιωθε όλα τα βλέμματα καρφωμένα πάνω της έστω κι εκεί μέσα, σε ένα βαγόνι γεμάτο αγνώστους. Έβλεπε να της ρίχνουν κλεφτές, αδιάκριτες ματιές κι ένιωθε να γνωρίζουν όλοι το έγκλημα που είχε κάνει. Άλλος την κοιτούσε και κρυφογελούσε, άλλος την παρατηρούσε προσεκτικά σαν μικρό παιδί μπροστά σε βιτρίνα καταστήματος παιχνιδιών κι άλλος δεικτικά. Μα το χειρότερο απ’ όλα ήταν ότι ένιωθε πως μπορούν να διεισδύσουν στις σκέψεις της.

Άνοιξε την εφημερίδα της προσπαθώντας να απομονωθεί πίσω από τις μεγάλες σελίδες και να δημιουργήσει ένα είδος απομόνωσης για το μυαλό της. Τα όσα είχε κάνει ήταν κόντρα στις αρχές και τα πιστεύω της. Ερωτεύτηκε τον άντρα της ξαδέρφης της. Έκανε τα πάντα για να τον αποκτήσει. Πρόδωσε τον δεσμό φιλίας και τον δεσμό αίματος που είχε με την άμοιρη. Πρόδωσε τη γυναίκα που για χρόνια της στάθηκε, την μεγάλωσε, την σπούδασε. Δεν ήταν ούτε δώδεκα χρονών όταν ορφάνεψε και η ξαδέρφη της ανέλαβε την κηδεμονία της. Δεν θα ξεχάσει ποτέ εκείνο το καλοκαίρι που οι γονείς της και ο αδερφός της χάθηκαν σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Ήταν στο ίδιο τρένο, χωμένη στην αγκαλιά της ξαδέρφης της, ζαλισμένη από τα κλάματα και την αϋπνία. Και η Έλενα της μιλούσε ήρεμα και γλυκά. Της υποσχέθηκε να μην την αφήσει να πάθει τίποτα, ενώ της χάιδευε τις ξανθιές τις κοτσίδες. Αν και ήταν μόλις δεκαπέντε χρόνια μεγαλύτερη, στα μάτια της φάνταζε μεγάλη, τεράστια, όλη μια αγκαλιά. Και το χαμόγελό της όλο στοργή. Η θύμηση αυτή της έφερε την πολυπόθητη λησμονιά για αρκετή ώρα, ώστε να προλάβει να πέσει σε γλυκό ύπνο. Τα μικρά τραντάγματα του τρένου δεν έδειξαν να την ενοχλούν για πολύ ώρα.

Όταν ξύπνησε κοίταξε αμέσως έξω με μισόκλειστα μάτια. Φοβήθηκε ότι θα είχανε περάσει από τον σταθμό που ήθελε να κατέβει. Και προς μεγάλη της έκπληξη, ανακάλυψε ότι έπρεπε να περιμένει τουλάχιστον άλλες δύο ώρες για να φτάσει. Δίπλωσε την τσαλακωμένη εφημερίδα που είχε πέσει στα πόδια της, ίσιωσε την φούστα της και έτριψε τον πιασμένο της λαιμό. Αυτό που της χρειαζόταν ήταν ένας ζεστός καφές και καναδύο τσιγάρα. Περπάτησε τρικλίζοντας προς την τουαλέτα του βαγονιού.

Έβρεξε το πρόσωπό της και έβγαλε την πούδρα και το κραγιόν από το βελούδινο τσαντάκι, για να διορθώσει το μακιγιάζ της στον σκονισμένο καθρέφτη. Πουδράρισε με γρήγορες κινήσεις το λευκό της πρόσωπο και απέμεινε να κοιτάει το είδωλό της που την κοιτούσε το ίδιο επίμονα κι αυτό. Όσο ήταν στην Αθήνα η παράνομη σχέση δεν τρύπωνε συνέχεια στον νου της. Αλλά τώρα, όσο πλησίαζε στον προορισμό της δεν μπορούσε να ξεφύγει από τις Ερινύες. Έπρεπε να ξαναντικρίσει την Έλενα, έπρεπε να δείχνει χαρούμενη, έπρεπε να περιμένει την κατάλληλη στιγμή να της εξομολογηθεί τα πάντα και να ζητήσει συγνώμη. Ίσως το δώρο που της πήγαινε να την βοηθούσε να την συγχωρέσει. Κοίταξε μέσα στα γαλαζοπράσινα μάτια της μήπως ανακαλύψει οποιοδήποτε ίχνος ενοχής. Ευτυχώς τίποτα.

Έβαψε τα χείλη της. Πόσες φορές αυτά τα χείλη δεν είχανε κολλήσει στα δικά του, στον λαιμό του, στο ηλιοκαμένο στέρνο του. Κάτι πετάρισε μέσα στα σπλάχνα της. Πόσο ερωτευμένη ήταν μαζί του…
Ένιωσε ένα απότομο φρενάρισμα και βιάστηκε να πιαστεί από μια χειρολαβή δίπλα στον νιπτήρα. Πρέπει να είχανε φτάσει σε κάποιο σταθμό. Έψαξε μέσα στο τσαντάκι και ανάμεσα σε ένα πορτοφόλι κι ένα μάτσο φωτογραφίες ανακάλυψε το χτενάκι της. Χτένισε με μεθοδικές κινήσεις τα κοντοκουρεμένα της μαλλιά. Θυμήθηκε πόσο είχε θυμώσει ο Πέτρος όταν έκοψε την χρυσή της χαίτη. «Ήταν μια έξυπνη κίνηση» της είχε πει η Έλενα μαλώνοντας στο μεταξύ με το βλέμμα της τον σύζυγο της. Και η ίδια έβρισκε πρακτική την νέα της εμφάνιση. Το τρένο άρχισε να κινείτε ξανά κι εκείνη άρχισε να πηγαίνει προς το μπαρ. Πέρασε μέσα από δύο βαγόνια παρατηρώντας τα πρόσωπα των συνεπιβατών της.

Οι περισσότεροι ήταν κουρασμένοι, ταλαιπωρημένοι και κατσουφιασμένοι. Κάπου πήρε το μάτι της ένα ζευγάρι να αγκαλιάζεται και να φιλιέται ανέμελα. Μια γυναίκα μάλωνε δύο παιδιά που κλαίγανε μπροστά από την πόρτα της τουαλέτας και μια άλλη κρατούσε ένα μωρό και το νανούριζε. Το μπαρ ήταν μικρό, μια γωνία βαγονιού απλώς, τρία τραπέζια και μια μικροσκοπική μπάρα. Οι μόνοι που βρισκόταν εκεί ήταν τέσσερις μακρυμάλλιδες νεαροί που έπιναν μπύρες γελώντας και ο μπάρμαν, στηριγμένος σε ένα σκαμπό, με σταυρωμένα στο στήθος τα χέρια και εμφανώς νυσταγμένος. Όταν της έδωσε τον καφέ της χάρισε το πιο αισχρό χαμόγελο που είχε δει ποτέ της.

Ήταν γύρω στα εξήντα, σχεδόν φαλακρός και το δέρμα του είχε πάρει το γκρίζο της σκόνης που είχαν όλα τα αντικείμενα γύρω του. Ευχήθηκε να μην την ακολουθήσει στο τραπέζι της κι έπιασε το ζεστό φλιτζάνι με τα δύο της χέρια προσπαθώντας να μην χύσει τον καφέ της προτού καθίσει σε ένα τραπέζι. Άναψε αμέσως άναψε τσιγάρο και άφησε τις σκέψεις της να ανεβούν ψηλά και να διαλυθούν μαζί με τον καπνό.

Θυμήθηκε την πρώτη φορά που τον είδε. Εκείνο το ταξίδι που έκανε γαντζωμένη στην αγκαλιά της Έλενας. Θυμήθηκε τον πόνο και την αγανάκτηση που ένιωσε για τον χαμό της οικογένειά της. Όταν φτάσανε στον σταθμό ο Πέτρος ήταν εκεί και τις περίμενε. Ήταν νιόπαντροι κι αυτός μόλις είχε πατήσει τα τριάντα. Οι γείτονες και αρκετοί συγγενείς του είπανε να μην δεχτεί το ορφανό στο σπιτικό του. Ακόμα δικό τους παιδί δεν είχαν κι έπρεπε να κοιτάξουν πρώτα τα δικά τους προβλήματα. Άλλωστε ήταν πολύ νέοι για να τους θάψουν τα προβλήματα που κουβαλάει ένα δωδεκάχρονο κορίτσι. Αλλά αυτός θα έκανε ό,τι του ζητούσε η γυναίκα του.

Ποτέ δεν ένιωσε ερωτευμένος μαζί της μα την σεβότανε και την είχε αγαπήσει με τον καιρό. Ήταν μια γυναίκα έξυπνη η Έλενα, όχι όμορφη, αλλά γλυκιά κι ευγενική. Και είχε την δυνατότητα να διαχειρίζεται σωστά τα οικονομικά τους. Ξεκίνησε όταν αρραβωνιαστήκανε και τώρα είχε μαζέψει μια μικρή περιουσία. Και στο κάτω κάτω όταν την έσφιγγε στην αγκαλιά του και ένιωθε τα μικρά της στήθη να του τρυπούν το κορμί του, την ποθούσε όσο δεν είχε ποθήσει «ούτε αλκοολικός δώδεκα ετών ουίσκι».

Ήταν πεζό αυτό που σκεφτόταν, μα έτσι πεζή ήταν και η ζωή του. Αυτό της είχε αποκαλύψει προχθές κρύβοντας την ντροπή του πίσω από τις μεγάλες παλάμες του, ενώ αυτή του χάιδευε τα κατακόκκινα μαλλιά του. Αυτά τα μαλλιά που όταν τον πρωτοείδε στον σταθμό των τρένων, είχαν φαντάσει στα δωδεκάχρονα μάτια της σαν πυρκαγιά. Μια πυρκαγιά που όσο περνούσαν τα χρόνια της έκαιγαν τα σωθικά. Την είχε σηκώσει ψηλά για να την κατεβάσει από το τρένο και ήταν τρυφερός μαζί της όσο καιρό την έβλεπε μαραζωμένη. Κι αυτή μούσκευε κάθε βράδυ με δάκρυα το μαξιλάρι της. Και δάγκωνε τα χείλια της από ζήλια για την Έλενα, μερικές φορές τόσο δυνατά που τα μάτωνε.

Όταν τελείωσε τον καφέ της σηκώθηκε και γύρισε στην θέση της. Στο κάθισμα απέναντι από το δικό της είχε καθίσει μια εύσωμη κυρία. Μόλις την είδε να πλησιάζει την κοίταξε όλο χαρά. Ένα τεράστιο χαμόγελο σχηματίστηκε στο στρουμπουλό της πρόσωπο. Και φυσικά προσπάθησε να της πιάσει κουβέντα, μα χωρίς καμία ελπίδα. Δεν κατάφερε να την τραβήξει από τις αναμνήσεις της. Τώρα το μυαλό της περιπλανιόταν στην πιο σκοτεινή νύχτα της ζωής της, την τελευταία νύχτα που πέρασε σαν παιδί. Η ξαδέρφη της είχε κατεβεί στην πόλη.

Είχε χτυπήσει το χέρι της και έπρεπε να μείνει στο νοσοκομείο τρεις βραδιές για να κάνει κάποιες εξετάσεις. Έτσι στο σπίτι, για πρώτη φορά μετά από πέντε χρόνια, θα έμενε ολομόναχη μαζί του. Αυτό το βράδυ το είχε ζήσει στην φαντασία άπειρες φορές. Φρόντισε να σερβίρει άφθονο κρασί στο δείπνο. Μετά παραφύλαξε πίσω από την πόρτα της κρεβατοκάμαρας μέχρι που να βεβαιωθεί ότι ο Πέτρος είχε κοιμηθεί. Φόρεσε μια νυχτικιά της Έλενας, έκλεισε το παντζούρι για να μην προδοθεί από το φως του φεγγαριού και του χάρισε το κορμί της. Όταν αυτός κατάλαβε τι είχε κάνει ήταν πλέον αργά. Στην αρχή τον εκβίαζε πως αν δεν συνέχιζε να της κάνει έρωτα, όπου και όποτε του έλεγε αυτή θα «ομολογούσε» μια διαστρεβλωμένη ιστορία στην Έλενα.

Έτσι ο Πέτρος ενέδιδε όσο συχνά αυτή του ζητούσε. Πριν περάσει όμως πολλής καιρός συνειδητοποίησε ότι δεν μπορούσε να βγάλει από τον νου του το κορμί της που είχε ήδη σχηματιστεί. Ήταν πια γυναίκα, και μάλιστα με φιδίσια κορμοστασιά, σφιχτό πισινό και αεράτο περπάτημα. Έπιανε τον εαυτό του να κολλάει το βλέμμα του πάνω της. Την ήθελε όλο και περισσότερο, με κολασμένο πάθος, λες και φίδια λάβας έζωναν το κορμί του. Ενώ αυτή είχε αρχίσει να αλλάζει την στάση της. Ντρεπόταν, φοβόταν, είχε τύψεις. Απέφευγε όσο μπορούσε την Έλενα, και της μιλούσε όσο το δυνατόν λιγότερο. Της είχε κλέψει τον άντρα, και το χειρότερο είναι πως αν της δινόταν η ευκαιρία να ξαναζήσει την ζωή της, θα έκανε πάλι το ίδιο.

Οι προσπάθειες να κρύψει την ενοχή της ήταν σαν παλιά, σχισμένη κουβέρτα, που όσο κι αν την τραβάς και την τεντώνεις και προσπαθείς να σκεπαστείς, πάντα από κάπου θα μπαίνει αέρας και δεν θα μπορείς να ησυχάσεις. Κι έτσι παρακάλεσε την Έλενα να την στείλει στην πόλη για σπουδές. Κι αυτή την έστειλε στο καλύτερο ιδιωτικό πανεπιστήμιο της πρωτεύουσας, κάνοντάς την να νιώθει ακόμα πιο άσχημα. Της νοίκιασε ένα πανέμορφο δυαράκι και φρόντισε προσωπικά την διακόσμηση και την εγκατάσταση. Έκλαψαν η μια στον ρόλο της άλλης όταν χώρισαν.

Από τότε η Έλενα είχε πάει πολλές φορές να την επισκεφτεί. Αλλά αυτή πρώτη φορά μετά από τόσα χρόνια γύριζε στο σπίτι που έζησε τα εφηβικά της χρόνια. Κι όπου να’ναι έφτανε. Το βουνό που κοίταζε για χρόνια από το παράθυρο του υπνοδωματίου της είχε πάρει την σωστή κλίση. Είχαν φτάσει. Κοίταξε το ρολόι της και σιγουρεύτηκε. Ξεκρέμασε και φόρεσε το παλτό της, κατέβασε με την βοήθεια ενός μελαψού νεαρού ένα μικρό σακβουαγιάζ από την σχάρα που ήταν πάνω από το κάθισμά της και στάθηκε μπροστά στην πόρτα. Το τρένο σφύριξε, έκοψε ταχύτητα και τέλος σταμάτησε ξεφυσώντας σαν δράκος μεσαιωνικού παραμυθιού. Κατέβηκε βιαστικά και ένιωσε τον παγωμένο αέρα να της χαϊδεύει το σβέρκο.

Και την είδε… Ήταν καθισμένη σε ένα παγκάκι και προσπαθούσε να την εντοπίσει ανάμεσα στους άλλους επιβάτες. Σήκωσε αβέβαια το χέρι της και την χαιρέτησε. Η Έλενα, που την εντόπισε σχεδόν αμέσως, βιάστηκε να ανταποδώσει τον χαιρετισμό. Την αγκάλιασε γλυκά. Τα μαλλιά της μύριζαν τσουρέκι. Της πήρε το σακ-βουαγιάζ από το χέρι. «Μόνο αυτό έχεις γλυκιά μου;» την ρώτησε. «Ω! όχι σου έχω φέρει κάτι. Έκπληξη που θα σου δείξω το βράδυ. Είναι μαζί με τα υπόλοιπα πράγματά μου σε ένα μπαουλάκι. Να το! Το κατεβάζουν.

Πάμε να το πάρουμε , Ελενάκι μου» «Περίμενε εδώ» είπε η Έλενα κι έφυγε. Όταν γύρισε ήταν μέσα σε ένα πολύ ψηλό αγροτικό αυτοκίνητο. Πάρκαρε με την όπισθεν και ζήτησε από δύο χωριατόπουλα που χάζευαν την αμαξοστοιχία, να την βοηθήσουν με το μπαούλο. Μετά οι δύο γυναίκες σκαρφάλωσαν στις πόρτες του αμαξιού και ξεκίνησαν. Το κρύο ήταν όλο χειρότερο. Στις κορυφές του βουνού έβλεπες λίγο χιόνι, ενώ ο ουρανός είχε πάρει ένα χρώμα μολυβί, ενώ χοντρές στάλες της βροχής αυλάκωναν το παρμπρίζ. Αυτό το αυτοκίνητο είχε ξυπνήσει κι άλλες αναμνήσεις στο μυαλό της. Με αυτό ερχόταν να την δει ο Πέτρος στην πόλη.

Ποτέ δεν τον είχε δεχτεί σαν εραστή. Καθόταν υπομονετικά και τον άκουγε. Της μιλούσε για τα όνειρα που είχε κάνει για τους δυο τους. Άλλες φορές την απειλούσε, την έβριζε, της φώναζε. Κι άλλοτε έκλαιγε και της ζητούσε συγνώμη. Μετά έμπαινε σε αυτό το αυτοκίνητο και γύριζε στην γυναίκα του. Μα αυτή δεν μπορούσε, δεν έπρεπε να κάνει τίποτα. Αρκετά είχε προδώσει την φιλοξενία, την εμπιστοσύνη και την αγάπη της Έλενας.

Αυτής της γυναίκας που κάθεται δίπλα της και της χαμογελάει. «Έχει γεράσει» σκέφτηκε κοιτώντας τους γκρίζους κροτάφους και τις λεπτές ρυτίδες γύρω από τα μάτια της. «Μακάρι να ήταν ο Πέτρος εδώ. Πολύ θα χαιρόταν να σε έβλεπε. Αλλά δυστυχώς έχει φύγει για το πατρικό του εδώ και τρεις μέρες. Κάποιο πρόβλημα υγείας μιας μακρινής του θείας.».
Δεν αργήσανε να φτάσουνε στο σπίτι. Ήταν ακριβώς όπως το είχε αφήσει πριν από χρόνια. Δεν είχε αλλάξει το παραμικρό, ήταν όλα όπως τα θυμότανε. Χαμογέλασε κοιτάζοντας το ελατάκι μπροστά στον κήπο, αυτό που στολίζανε κάθε Χριστούγεννα. Το σπιτάκι ήταν ασβεστωμένο, μα η μέρα ήταν τόσο συννεφιασμένη που κι αυτό φαινότανε γκρίζο και μουντό. Μόλις όμως ανοίξανε την πόρτα μια γλυκιά ζέστη τις τύλιξε.

Μπήκανε στην κουζίνα και η Έλενα της έβαλε μια κούπα με τσάι και ένα κομμάτι μηλόπιτα. «Κάτσε να ξεκουραστείς και φάε λίγο. Χλωμή σε βλέπω. Εγώ στο μεταξύ θα ετοιμάσω το δωμάτιό σου και το μπάνιο σου.» Έτσι έμεινε μόνη της σε αυτήν εδώ την κουζίνα , πίνοντας τσάι, καθισμένη σε ένα τραπέζι που είχε καθίσει κι αυτός. Ξαφνικά όλα άρχισαν να γυρίζουν σαν τρελά. Και μέσα σε αυτήν τη περίεργη ζάλη θυμήθηκε την τελευταία της κουβέντα με τον Πέτρο, δύο μέρες πριν.

Ήταν η πρώτη φορά που είχε φύγει από το χωριό χωρίς το αυτοκίνητό του. Και η πρώτη φορά που ήταν σίγουρος ότι δεν θα ξαναγύριζε ποτέ του. Είχε πάει να την παρακαλέσει να φύγει μαζί του. Είχε πέσει στα πόδια της και είχε κλάψει. Είχε φωνάξει. Αυτή είχε προσπαθήσει να του εξηγήσει ότι είχαν κάνει λάθος. Έπρεπε να γυρίσει στην γυναίκα του. Τότε αυτός σηκώθηκε όρθιος, της έδωσε ένα χαστούκι και της είπε ότι αφού δεν έφευγε μαζί του, τότε δεν είχε κανένα πρόβλημα να φύγει μόνος του. Της είπε ότι την Έλενα την είχε ξεχάσει γρήγορα, έτσι θα ξεχνούσε κι εκείνη. Και αυτή νιώθοντας την γη να τρέμει κάτω από τα πόδια της, πήρε την πιο σημαντική απόφαση της ζωής της. Θα έκανε τα πάντα να επανορθώσει. Και μέσα στο μυαλό της έλαμψε ο μοναδικός τρόπος που θα μπορούσε να το κάνει. Την ώρα που αυτός γύρισε προς την πόρτα, έτοιμος για να φύγει, αυτή άρπαξε ένα βάζο από το τραπέζι και τον ακολούθησε.

Μετά όλα σκοτείνιασαν για αυτόν. Όπως τώρα σκοτεινιάζουν όλα και για την ίδια. Ζαλιζόταν πολύ. Προσπάθησε να πιαστεί από την άκρη του τραπεζιού για να μην πέσει. Δεν τα κατάφερε. Σωριάστηκε στο πάτωμα παρασέρνοντας το φλιτζάνι της. Σφάδαζε από τρομερούς πόνους στο στομάχι, όταν είδε δύο πόδια δίπλα στο κεφάλι της. Δύο καλογυαλισμένα γυναικεία παπούτσια, με χαμηλό τακούνι. Πόνεσε πολύ μέχρι να καταφέρει να γυρίσει, να δει ποίος είναι, αλλά μέσα της το ήξερε ήδη.

«Τι έγινε μικρή τσουλίτσα; Δεν το περίμενες ε; Τι άλλο ήθελες να κάνω για εσένα; Μου κατέστρεψες την ζωή ύστερα από όλα όσα σου πρόσφερα. Τώρα θα έπρεπε να σε ευχαριστήσω; Χάρισμά σου ο Πέτρος. Το δηλητήριο που έβαλα στο τσάι σου σου στέλνει ένα μήνυμα. Ότι έχεις δηλαδή το πολύ μισή ώρα να ευχαριστηθείς την νίκη σου. Φίδι στον κόρφο μου… Ψόφα, σκύλα.» έφτυσε αυτά τα λόγια μονομιάς και άρχισε να γελάει σατανικά. Το πρόσωπό της ήταν κατακόκκινο και τα μάτια της ορθάνοιχτα, καρφωμένα πάνω της. Ήταν τα μάτια μιας τρελής. Έφυγε από το δωμάτιο, μα το γέλιο της ακουγόταν από μακριά.

Διπλωμένη στα δύο, αναρωτήθηκε αν θα ήταν προτιμότερο να πάρει τα χέρια από το στομάχι και να κλείσει όσο πιο σφιχτά μπορεί τα αυτιά της. Τεράστια δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια της και μπλεκόντουσαν με τον ιδρώτα και τα σάλια της. Όταν ανακάλυψε πως δεν μπορούσε ούτε να ουρλιάξει κατάλαβε πως ο Θάνατος την είχε σημαδέψει για τα καλά. Μετά άρχισαν οι σπασμοί…

Η Έλενα είχε ανάψει όλα τα φώτα στο σπίτι, γιατί το σκοτάδι είχε πέσει παντού και περισσότερο μέσα στο μυαλό της. Αλλά ένα βάρος είχε φύγει από πάνω της. Είχε φορέσει το λευκό σατέν νυχτικό και την ρόμπα της. Είχε ήδη πιει μισό μπουκάλι κρασί, κοιτάζοντας τις φλόγες στο τζάκι. Όμως η γυναικεία περιέργεια είχε νικήσει. Έτσι έφερε στο κέντρο του σαλονιού το μπαούλο της ξαδέρφης της. Ήταν πολύ βαρύ και την είχε κουράσει πολύ.

Κι εκτός των άλλων πιάστηκε η βέρα της σε ένα καρφάκι και μάτωσε το δάχτυλό της. Οπότε έβγαλε το λεπτό χρυσό και ασημένιο δαχτυλίδι και το ακούμπησε πάνω σε ένα τραπεζάκι. Δεν την ένοιαζε που την εγκατέλειψε ο άντρας της. Της αρκούσε ότι δεν την είχαν ξεγελάσει μέχρι τέλους. Χτύπησε το κακό στην ρίζα του. Μια παράξενη λάμψη είχε απομείνει στα μάτια της. Μάζεψε σε πρόχειρο κότσο τα μαλλιά της και γονάτισε κοντά στο μπαούλο. Άνοιξε την κλειδαριά με βιαστικές κινήσεις, Ήταν σαν παιδί που ξετύλιγε το δώρο του.

Οι μεντεσέδες έτριξαν ενώ άνοιγε το καπάκι. Το πρώτο πράγμα που είδε ήταν το μπουφάν του Πέτρου, ένα κυπαρισσί μπουφάν με μεγάλες τσέπες. Του το είχε πάρει τα περασμένα Χριστούγεννα. Του είχε αρέσει πολύ και την είχε φιλήσει με πάθος αφού την ευχαρίστησε. Το δεύτερο πράγμα που είδε ήταν μια λεπτή βέρα, σε χρυσό και ασημί χρώμα, παρόμοια με την δικιά της αλλά φαρδύτερη. Ήταν περασμένη σε ένα δάχτυλο…

Προηγούμενο Άρθρο

© 2025 The truth in the lie.

Powered by Ageroth