Ο Γιάννης Καντάρης δεν ήταν ο τύπος που θα τον έλεγες τυχοδιώκτη. Ήταν υδραυλικός. Ένας καλός υδραυλικός. Από εκείνους που μπορούσαν να διαγνώσουν πρόβλημα πριν καν ανοίξουν τα εργαλεία τους. Ζούσε μια απλή ζωή: δουλειά, καφές με φίλους, και λίγη τηλεόραση πριν τον ύπνο. Όλα άλλαξαν το βράδυ που τον κάλεσαν να επιδιορθώσει έναν “διαρροή” σε ένα εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο έξω από την πόλη.
Η κλήση ήρθε από έναν άγνωστο αριθμό. Ένας άνδρας με ψυχρή, μονότονη φωνή του είπε ότι είχε ακούσει για τη φήμη του και ήθελε να του αναθέσει μια δουλειά. Ο Γιάννης δίστασε. Το μέρος ήταν μακριά, και η ώρα περασμένη, αλλά η πληρωμή που προσφέρθηκε ήταν υπερβολικά καλή για να την απορρίψει.
Όταν έφτασε, η περιοχή ήταν έρημη και σκοτεινή. Ο αέρας είχε μια περίεργη μυρωδιά, υγρή και μεταλλική. Το εργοστάσιο ήταν τεράστιο, γεμάτο σκουριασμένα μηχανήματα και ατέλειωτους σωλήνες. Ξεκίνησε να ψάχνει για τη διαρροή, αλλά κάτι δεν πήγαινε καλά. Οι σωλήνες έμοιαζαν… ζωντανοί. Σε κάποιο σημείο, άκουσε έναν ανεπαίσθητο ψίθυρο να διαπερνά τον χώρο.
Καθώς ακολουθούσε τον ήχο, ανακάλυψε μια καταπακτή. Το άνοιξε και βρέθηκε μπροστά σε μια απόκοσμη σήραγγα. Εκεί, βαθιά μέσα στη γη, συνάντησε το αδιανόητο: μορφές που έμοιαζαν με ανθρώπους, αλλά το δέρμα τους ήταν καλυμμένο με λέπια. Τα μάτια τους, κίτρινα και λαμπερά, τον κοιτούσαν σαν να είχαν ήδη καταλάβει ποιος ήταν και γιατί είχε έρθει.
Ο Γιάννης κοίταξε παγωμένος τα πλάσματα μπροστά του. Ήταν τρία, στέκονταν ακίνητα, και όμως έμοιαζαν επικίνδυνα, σαν να είχαν την ικανότητα να κινηθούν αστραπιαία αν χρειαζόταν. Το ύψος τους δεν ξεπερνούσε το ανθρώπινο, αλλά τα σώματά τους ήταν λεπτά, με ανατομία που θύμιζε περισσότερο ερπετό παρά άνθρωπο. Το δέρμα τους γυάλιζε στο φως των φακών του, καλυμμένο με πράσινες και χρυσές αποχρώσεις, όπως οι φολίδες ενός φιδιού.
Το πιο ανησυχητικό ήταν τα μάτια τους. Κίτρινα με κάθετη κόρη, έμοιαζαν να τον παρατηρούν όχι μόνο εξωτερικά, αλλά και να εισχωρούν μέσα στο μυαλό του. Ένας από αυτούς έκανε ένα βήμα μπροστά. Το βήμα δεν ακουγόταν καθόλου, σαν να γλιστρούσε πάνω στο έδαφος. Το στόμα του άνοιξε, και μια βαθιά, απόκοσμη φωνή ακούστηκε:
«Δεν έπρεπε να έρθεις εδώ, άνθρωπε.»
Ο Γιάννης προσπάθησε να μιλήσει, αλλά η φωνή του δεν έβγαινε. Το πλάσμα σήκωσε ένα λεπτό, νυχιόμορφο δάχτυλο και έδειξε προς το μέρος του.
«Μας παρακολουθείτε εδώ και αιώνες. Αλλά δεν καταλαβαίνετε. Δεν είμαστε εχθροί σας… ακόμα.»
Οι άλλοι δύο ερπετόμορφοι έκαναν ένα βήμα μπροστά, και ο Γιάννης είδε κάτι που τον τρόμαξε ακόμα περισσότερο. Τα σώματά τους άλλαξαν, με τις φολίδες να υποχωρούν, και τα χαρακτηριστικά τους άρχισαν να μοιάζουν πιο ανθρώπινα, σαν να μπορούσαν να υιοθετήσουν οποιαδήποτε μορφή.
«Μπορούμε να περπατάμε ανάμεσά σας χωρίς να το ξέρετε,» είπε το πρώτο πλάσμα. «Όμως μην κάνεις το λάθος να μιλήσεις για εμάς. Κανείς δεν θα σε πιστέψει, αλλά ακόμα κι αν το κάνουν, δεν θα επιβιώσεις.»
Το πλάσμα έδειξε μια είσοδο πιο βαθιά στη σήραγγα. «Τώρα φύγε. Και ξέχνα όσα είδες.»
Ο Γιάννης ένιωσε το σώμα του να κινείται σαν να είχε χάσει κάθε έλεγχο. Τα πλάσματα έμειναν να τον παρακολουθούν, αμίλητα, καθώς εκείνος ανέβαινε τη σκάλα. Ήξερε ότι δεν θα ξεχνούσε ποτέ αυτά τα μάτια. Αλλά μια σκέψη τον βασάνιζε: ήταν πράγματι ερπετόμορφοι, ή κάτι πολύ πιο περίπλοκο;
Ο Γιάννης επέστρεψε στο αυτοκίνητό του, με την καρδιά του να χτυπάει σαν τρελή. Ενώ προσπαθούσε να ηρεμήσει, κάτι παράξενο συνέβη. Ένα από τα πλάσματα εμφανίστηκε ξαφνικά δίπλα του, μέσα στο σκοτάδι. Δεν έκανε καμία απειλητική κίνηση, απλώς στάθηκε εκεί, σαν μια σκιά που έπαιρνε μορφή.
«Δεν θα αντέξεις να μην μιλήσεις,» του είπε το πλάσμα. «Και γι’ αυτό θα σου πω λίγα. Όχι γιατί σε εμπιστεύομαι, αλλά γιατί θέλω να δεις την αλήθεια όταν όλα αρχίσουν.»
Ο Γιάννης κοίταξε τον ξένο, αποσβολωμένος, καθώς εκείνος συνέχισε:
«Ζούμε εδώ πριν από εσάς. Οι πρώτοι άνθρωποι που μας είδαν, μας έκαναν θεούς. Οι φολίδες μας έγιναν σύμβολα εξουσίας, και τα μάτια μας εφιάλτες στα όνειρά σας. Ήμασταν οι άρχοντες αυτού του κόσμου πριν η δική σας φυλή περπατήσει στα δύο πόδια. Αλλά δεν θέλαμε να πολεμήσουμε. Προτιμήσαμε να κρυφτούμε, να σας αφήσουμε να πιστεύετε ότι κυριαρχείτε.»
Ο Γιάννης ένιωσε ένα ρίγος να διαπερνά τη ραχοκοκαλιά του. «Γιατί τώρα;» τόλμησε να ρωτήσει.
«Γιατί πλησιάζετε εκεί που δεν πρέπει. Τα όπλα σας, η τεχνολογία σας, η μανία σας να ερευνάτε… δεν θα μπορέσετε να μας αγνοείτε για πολύ ακόμα. Κάποιοι από εμάς πιστεύουν ότι πρέπει να σας σταματήσουμε πριν καταστρέψετε ό,τι έχει απομείνει. Άλλοι πιστεύουν ότι πρέπει να σας αφήσουμε να καταστραφείτε μόνοι σας.»
«Και εσύ; Εσείς τι θέλετε;» ρώτησε ο Γιάννης.
Το πλάσμα χαμογέλασε, ένα περίεργο χαμόγελο που δεν έφτανε ποτέ στα μάτια του. «Θέλω να επιβιώσουμε. Και αν αυτό σημαίνει ότι πρέπει να σας χρησιμοποιήσουμε, τότε έτσι θα γίνει. Εμείς είμαστε πίσω από ό,τι ελέγχει τη ζωή σας. Οι ηγέτες σας, οι εταιρείες σας, ακόμα και η πίστη σας. Όλα οδηγούνται από εμάς. Όχι για να σας καταστρέψουμε, αλλά για να διασφαλίσουμε ότι θα παραμείνετε ακίνδυνοι.»
«Ποιος είναι ο στόχος σας;» επέμεινε ο Γιάννης.
Το πλάσμα έσκυψε κοντά του. «Ο στόχος μας είναι να μην ξυπνήσει η υπόλοιπη φυλή. Εκείνοι που κοιμούνται βαθιά, κάτω από τη γη, στα σπήλαια που κανείς σας δεν έχει φτάσει. Αν ξυπνήσουν, τότε δεν θα υπάρχει χώρος ούτε για εμάς, ούτε για εσάς.»
Πριν ο Γιάννης μπορέσει να απαντήσει, το πλάσμα χάθηκε, αφήνοντας μόνο ένα αίσθημα κρύου και φόβου. Ο υδραυλικός έμεινε μόνος, να κοιτάζει το άδειο σκοτάδι. Είχε πλέον περισσότερες ερωτήσεις απ’ ό,τι απαντήσεις.
Ο Γιάννης επέστρεψε στο αυτοκίνητό του, με την καρδιά του να χτυπάει σαν τρελή. Ενώ προσπαθούσε να ηρεμήσει, κάτι παράξενο συνέβη. Ένα από τα πλάσματα εμφανίστηκε ξαφνικά δίπλα του, μέσα στο σκοτάδι. Δεν έκανε καμία απειλητική κίνηση, απλώς στάθηκε εκεί, σαν μια σκιά που έπαιρνε μορφή.
«Δεν θα αντέξεις να μην μιλήσεις,» του είπε το πλάσμα. «Και γι’ αυτό θα σου πω λίγα. Όχι γιατί σε εμπιστεύομαι, αλλά γιατί θέλω να δεις την αλήθεια όταν όλα αρχίσουν.»
Ο Γιάννης κοίταξε τον ξένο, αποσβολωμένος, καθώς εκείνος συνέχισε:
«Ζούμε εδώ πριν από εσάς. Οι πρώτοι άνθρωποι που μας είδαν, μας έκαναν θεούς. Οι φολίδες μας έγιναν σύμβολα εξουσίας, και τα μάτια μας εφιάλτες στα όνειρά σας. Ήμασταν οι άρχοντες αυτού του κόσμου πριν η δική σας φυλή περπατήσει στα δύο πόδια. Αλλά δεν θέλαμε να πολεμήσουμε. Προτιμήσαμε να κρυφτούμε, να σας αφήσουμε να πιστεύετε ότι κυριαρχείτε.»
Ο Γιάννης ένιωσε ένα ρίγος να διαπερνά τη ραχοκοκαλιά του. «Γιατί τώρα;» τόλμησε να ρωτήσει.
«Γιατί πλησιάζετε εκεί που δεν πρέπει. Τα όπλα σας, η τεχνολογία σας, η μανία σας να ερευνάτε… δεν θα μπορέσετε να μας αγνοείτε για πολύ ακόμα. Κάποιοι από εμάς πιστεύουν ότι πρέπει να σας σταματήσουμε πριν καταστρέψετε ό,τι έχει απομείνει. Άλλοι πιστεύουν ότι πρέπει να σας αφήσουμε να καταστραφείτε μόνοι σας.»
«Και εσύ; Εσείς τι θέλετε;» ρώτησε ο Γιάννης.
Το πλάσμα χαμογέλασε, ένα περίεργο χαμόγελο που δεν έφτανε ποτέ στα μάτια του. «Θέλω να επιβιώσουμε. Και αν αυτό σημαίνει ότι πρέπει να σας χρησιμοποιήσουμε, τότε έτσι θα γίνει. Εμείς είμαστε πίσω από ό,τι ελέγχει τη ζωή σας. Οι ηγέτες σας, οι εταιρείες σας, ακόμα και η πίστη σας. Όλα οδηγούνται από εμάς. Όχι για να σας καταστρέψουμε, αλλά για να διασφαλίσουμε ότι θα παραμείνετε ακίνδυνοι.»
«Ποιος είναι ο στόχος σας;» επέμεινε ο Γιάννης.
Το πλάσμα έσκυψε κοντά του. «Ο στόχος μας είναι να μην ξυπνήσει η υπόλοιπη φυλή. Εκείνοι που κοιμούνται βαθιά, κάτω από τη γη, στα σπήλαια που κανείς σας δεν έχει φτάσει. Αν ξυπνήσουν, τότε δεν θα υπάρχει χώρος ούτε για εμάς, ούτε για εσάς.»
Πριν ο Γιάννης μπορέσει να απαντήσει, το πλάσμα χάθηκε, αφήνοντας μόνο ένα αίσθημα κρύου και φόβου. Ο υδραυλικός έμεινε μόνος, να κοιτάζει το άδειο σκοτάδι. Είχε πλέον περισσότερες ερωτήσεις απ’ ό,τι απαντήσεις.
Ο Γιάννης επέστρεψε στο αυτοκίνητό του, με την καρδιά του να χτυπάει σαν τρελή. Ενώ προσπαθούσε να ηρεμήσει, κάτι παράξενο συνέβη. Ένα από τα πλάσματα εμφανίστηκε ξαφνικά δίπλα του, μέσα στο σκοτάδι. Δεν έκανε καμία απειλητική κίνηση, απλώς στάθηκε εκεί, σαν μια σκιά που έπαιρνε μορφή.
«Δεν θα αντέξεις να μην μιλήσεις,» του είπε το πλάσμα. «Και γι’ αυτό θα σου πω λίγα. Όχι γιατί σε εμπιστεύομαι, αλλά γιατί θέλω να δεις την αλήθεια όταν όλα αρχίσουν.»
Ο Γιάννης κοίταξε τον ξένο, αποσβολωμένος, καθώς εκείνος συνέχισε:
«Ζούμε εδώ πριν από εσάς. Οι πρώτοι άνθρωποι που μας είδαν, μας έκαναν θεούς. Οι φολίδες μας έγιναν σύμβολα εξουσίας, και τα μάτια μας εφιάλτες στα όνειρά σας. Ήμασταν οι άρχοντες αυτού του κόσμου πριν η δική σας φυλή περπατήσει στα δύο πόδια. Αλλά δεν θέλαμε να πολεμήσουμε. Προτιμήσαμε να κρυφτούμε, να σας αφήσουμε να πιστεύετε ότι κυριαρχείτε.»
Ο Γιάννης ένιωσε ένα ρίγος να διαπερνά τη ραχοκοκαλιά του. «Γιατί τώρα;» τόλμησε να ρωτήσει.
«Γιατί πλησιάζετε εκεί που δεν πρέπει. Τα όπλα σας, η τεχνολογία σας, η μανία σας να ερευνάτε… δεν θα μπορέσετε να μας αγνοείτε για πολύ ακόμα. Κάποιοι από εμάς πιστεύουν ότι πρέπει να σας σταματήσουμε πριν καταστρέψετε ό,τι έχει απομείνει. Άλλοι πιστεύουν ότι πρέπει να σας αφήσουμε να καταστραφείτε μόνοι σας.»
«Και εσύ; Εσείς τι θέλετε;» ρώτησε ο Γιάννης.
Το πλάσμα χαμογέλασε, ένα περίεργο χαμόγελο που δεν έφτανε ποτέ στα μάτια του. «Θέλω να επιβιώσουμε. Και αν αυτό σημαίνει ότι πρέπει να σας χρησιμοποιήσουμε, τότε έτσι θα γίνει. Εμείς είμαστε πίσω από ό,τι ελέγχει τη ζωή σας. Οι ηγέτες σας, οι εταιρείες σας, ακόμα και η πίστη σας. Όλα οδηγούνται από εμάς. Όχι για να σας καταστρέψουμε, αλλά για να διασφαλίσουμε ότι θα παραμείνετε ακίνδυνοι.»
«Ποιος είναι ο στόχος σας;» επέμεινε ο Γιάννης.
Το πλάσμα έσκυψε κοντά του. «Ο στόχος μας είναι να μην ξυπνήσει η υπόλοιπη φυλή. Εκείνοι που κοιμούνται βαθιά, κάτω από τη γη, στα σπήλαια που κανείς σας δεν έχει φτάσει. Αν ξυπνήσουν, τότε δεν θα υπάρχει χώρος ούτε για εμάς, ούτε για εσάς.»
Πριν ο Γιάννης μπορέσει να απαντήσει, το πλάσμα χάθηκε, αφήνοντας μόνο ένα αίσθημα κρύου και φόβου. Ο υδραυλικός έμεινε μόνος, να κοιτάζει το άδειο σκοτάδι. Είχε πλέον περισσότερες ερωτήσεις απ’ ό,τι απαντήσεις.
Ο Γιάννης γύρισε σπίτι του με το κεφάλι γεμάτο εικόνες και λέξεις που δεν μπορούσε να επεξεργαστεί. Προσπάθησε να κοιμηθεί, αλλά κάθε φορά που έκλεινε τα μάτια του έβλεπε τα μάτια εκείνων των πλασμάτων να τον παρατηρούν, γεμάτα μια παράξενη οργή και λύπη.
Την επόμενη μέρα, αποφάσισε να μιλήσει. Πήγε σε έναν φίλο του, δημοσιογράφο, και του εξήγησε ό,τι είχε δει. Στην αρχή ο φίλος του τον κορόιδεψε, αλλά όταν ο Γιάννης του περιέγραψε λεπτομέρειες που δεν μπορούσε να έχει βγάλει από το μυαλό του, ο δημοσιογράφος άρχισε να ανησυχεί.
«Αν αυτό που λες είναι αλήθεια,» του είπε, «τότε έχουμε μπλέξει πολύ άσχημα. Αλλά πρέπει να το ερευνήσουμε. Πρέπει να τους εκθέσουμε.»
Ο Γιάννης δεν ήταν σίγουρος. Τα λόγια του πλάσματος τον είχαν προειδοποιήσει. Και δεν είχε ιδέα τι θα συνέβαινε αν το μυστικό τους έβγαινε στο φως. Ωστόσο, συμφώνησε. Ανθρώπινη περιέργεια ή ίσως μια κρυφή επιθυμία να βρει απαντήσεις.
Μερικές μέρες αργότερα, ο δημοσιογράφος εξαφανίστηκε. Το τηλέφωνό του δεν απαντούσε, και το διαμέρισμά του φαινόταν άθικτο, σαν να μην είχε φύγει ποτέ. Ο Γιάννης, πανικόβλητος, προσπάθησε να τον βρει, αλλά σύντομα συνειδητοποίησε πως τον παρακολουθούσαν. Ένα μαύρο αυτοκίνητο βρισκόταν σχεδόν πάντα κοντά στο σπίτι του, και οι τηλεφωνικές του κλήσεις κατέληγαν σε παρεμβολές.
Μια νύχτα, επέστρεψε σπίτι του και βρήκε έναν φάκελο στην πόρτα του. Μέσα, υπήρχαν φωτογραφίες του ίδιου με τον δημοσιογράφο, τραβηγμένες από απόσταση. Ένα σημείωμα έγραφε μόνο τρεις λέξεις: «Σταμάτα. Ξέχασε τους.»
Ο Γιάννης έμεινε να κοιτάζει τον φάκελο, παγωμένος. Ήξερε ότι είχε δύο επιλογές: να συνεχίσει, ρισκάροντας τα πάντα, ή να κάνει αυτό που του ζήτησαν. Να σιωπήσει.
Τελικά, αποφάσισε να εξαφανιστεί. Πούλησε το σπίτι του και έφυγε από την πόλη. Έζησε το υπόλοιπο της ζωής του μακριά από όλους, κουβαλώντας μέσα του την αλήθεια. Καμιά φορά, όμως, μέσα στη σιωπή της νύχτας, ένιωθε ότι τον παρακολουθούσαν ακόμα. Και ήξερε ότι αν έκανε ποτέ το λάθος να μιλήσει ξανά, αυτοί θα επέστρεφαν.
Κανείς δεν έμαθε ποτέ την πλήρη ιστορία. Οι ερπετόμορφοι παρέμειναν στη σκιά, ελέγχοντας έναν κόσμο που δεν υποψιαζόταν την ύπαρξή τους. Και ο Γιάννης, ένας απλός υδραυλικός, έμεινε μόνος με το μεγαλύτερο μυστικό του κόσμου.
Απλα, δεν υπάρχω!