Ήμουν πολύ νεαρή τότε, τη δεκαετία του ’60. Ο ξάδερφός μου, ο Γιάννης, είχε έρθει στο χωριό για το καλοκαίρι, και αυτό το καλοκαίρι θα έμενε αξέχαστο.
Μια νύχτα, μετά από μια μέρα που είχαμε περάσει στο πανηγύρι του χωριού, ξεκινήσαμε τον περίπατο για το σπίτι που βρισκόταν στην άκρη του χωριού. Η νύχτα ήταν γεμάτη αστέρια, και οι δρόμοι ήταν σκοτεινοί, αλλά δεν φοβόμασταν.
Ξαφνικά, ακούσαμε έναν παράξενο ήχο που προερχόταν από τα δέντρα. Ήταν σαν ένας ψίθυρος στον αέρα, κάτι περίεργο που μας κίνησε την περιέργεια. Σταματήσαμε και αντάλλαξαν ανήσυχες ματιές.
Καθώς πλησιάζαμε την πηγή του περίεργου ήχου, είδαμε μια κοντινή καλύβα. Εγώ και ο Γιάννης προσπαθήσαμε να πλησιάσουμε την καλύβα με προσοχή. Καθώς άνοιξα την πόρτα, βρεθήκαμε αντιμέτωποι με μια πραγματικότητα που μας άφησε άφωνους.
Εκεί, στο εσωτερικό της καλύβας, βρισκόταν ένας παλιός άντρας, ρουφιάνος του χωριού που είχε φύγει από αυτόν τον κόσμο πριν από πολλά χρόνια. Ο άντρας φορούσε παραδοσιακά ρούχα και κρατούσε ένα παλιό βιβλίο με αρχαία σύμβολα και γραφές. Είχε μια μαγική παρουσία, σαν να ήταν ο ίδιος ο Δαίμονας του χωριού που περιγράφηκε στις παλιές ιστορίες.
Ο άντρας μίλησε με μια αρχαία φωνή και εξήγησε τη σημασία των αρχαίων γραφών που κρατούσε. Μοιράστηκε παραδοσιακές ιστορίες του χωριού, ξυπνώντας το πνεύμα της παράδοσης και του Δαίμονα. Εγώ και ο Γιάννης αφομοιώσαμε αυτά τα λόγια και τις ιστορίες, αισθανόμενοι μια ιδιαίτερη σύνδεση με την κληρονομιά μας.
Όταν αποχωρήσαμε από την καλύβα, ήμασταν γεμάτοι σεβασμό και δέσμευση να συνεχίσουμε την παράδοση του χωριού και να τιμούμε τον Δαίμονα με τον τρόπο που του αξίζει. Αυτή η συνάντηση άλλαξε τις ζωές μας και ενίσχυσε την πίστη μας στην παράδοση και το μυστηριώδες παρελθόν του χωριού μας.